- καταβυθίζομαι
- καταβυθίζομαι, καταβυθίστηκα, καταβυθισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φουντάρω — φουντάρισα και φούνταρα, φουνταρισμένος (λ. ιταλ.) 1. μτβ., βυθίζω πλοίο με βίαιο τρόπο (εμβολή, σύγκρουση, ανατίναξη). 2. αμτβ., καταβυθίζομαι, καταποντίζομαι, βουλιάζω, πάω φούντο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)